συμβιώ

συμβιώ
-όω, ΜΑ
βλ. συμβιώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμβίῳ — σύμβιος living together masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβιώνω — συμβιῶ, όω, ΝΜΑ (για πρόσ. και οργανισμούς) ζω μαζί με κάποιον (α. «με καλή θέληση, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να συμβιώσουν ειρηνικά» β. «ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι», Πλάτ. γ. «χείρους πρὸς τὸ συμβιοῡν», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για συζύγους) συζώ 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… …   Dictionary of Greek

  • συμβιωτάριον — τὸ, Α [συμβιῶ] ονομασία ελιξηρίου …   Dictionary of Greek

  • συμβιωτής — ὁ, ΜΑ [συμβιῶ, ώνω] μσν. μοναχός στο ίδιο μοναστήρι με κάποιον άλλο («συμβιωτής ἀδελφός») αρχ. 1. σύντροφος, εταίρος («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», Πολ.) 2. ευνοούμενος τού βασιλιά ή τού αυτοκράτορα τής Ρώμης 3. μέλος εταιρείας …   Dictionary of Greek

  • συμβιωτικός — ή, ό / συμβιωτικός, ή, όν, ΝΑ [συμβιῶ ( ώνω)] νεοελλ. βιολ. αυτός που ζει μαζί με κάποιον άλλο («συμβιωτικοί οργανισμοί» οργανισμοί που ανήκουν σε δύο διαφορετικά είδη και οι οποίοι διαβιώνουν από κοινού) αρχ. κατάλληλος για συμβίωση …   Dictionary of Greek

  • φιλοσυμβίωτος — ον, Α 1. αυτός που συμβιώνει με κάποιον φιλικά 2. φιλοσύζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + συμβιῶ / ώνω] …   Dictionary of Greek

  • Symbiont — Sym|biọnt [zu gr. συμβιω̃ν = zusammenleben] m; en, en: Lebewesen, das in Symbiose lebt (Zool.) …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”